Ιστορικά καφενεία της Αθήνας

Ιστορικά καφενεία της Αθήνας από την Πλατεία Δημοπρατηρίου και την οδό Αιόλου ως την περιοχή γύρω από την Ομόνοια 

Παρόλο που στην περίοδο της Τουρκοκρατίας φαίνεται να υπήρχαν οπωσδήποτε καφενεία στην Αθήνα, οι αλλαγές που έφερε η απελευθέρωση της πόλης και η μετατροπής της σε πρωτεύουσα δεν θα μπορούσαν να μην αγγίξουν και την καθημερινότητα των Αθηναίων. Εξάλλου ο Αλέξανδρος Πασπάτης σημειώνει σε υπόμνημά του το 1862:
«Το αρχαίον οθωμανικόν καφενείον δεν ηυχαριστεί πλέον τον φιλοπότην και φίλοινον ευρωπαΐζοντα. Όθεν ευπρεπέστερα καφεπωλεία εκτίσθησαν…»
Η αρχή της νέας εποχής των Αθηναϊκών Καφενείων ξεκινάει από το τότε κέντρο της πόλης, την νεοχαραχθείσα οδό Αιόλου, και ακολουθεί βαθμιαία της εξάπλωση της ίδιας της Αθήνας, προς την περιοχή της Ομόνοιας.

Από την Πλατεία Δημοπρατηρίου ως την Αγία Ειρήνη

«Εσύχναζον κατά προτίμησιν οι γηραιοί αγωνισταί, σuνoµιλoύντες περί των γεγονότων του Αγώνος»1

Αποτελώντας τη σύμφυση της οθωμανικής με την οθωνική Αθήνα, η οδός Αιόλου κατά τα μέσα και τα τέλη του 19ου αιώνα συνδυάζει στοιχεία τόσο από το παρελθόν όσο και από το τότε παρόν της πόλης. Τα Καφενεία πέριξ της τότε Πλατείας Δημοπρατηρίου, στη συμβολή των οδών Αιόλου και Μητροπόλεως, αντανακλούν την καθημερινότητα της παλιάς πόλης αμέσως μετά την απελευθέρωση. Σε ένα απλό, τούρκικου τύπου καφενείο συχνάζουν παραγκωνισμένοι αγωνιστές του 1821, μαζί με τους ψυχογιούς τους που τους κρατάνε άσβεστους τους ναργιλέδες, ενώ σε ένα γειτονικό καφενείο επί της Πλατείας Δημοπρατηρίου συχνάζουν τρόφιμοι της γειτονικής φυλακής του Μεντρεσέ, κυρίως αντιμοναρχικοί πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά και ταραχοποιά, περιθωριακά στοιχεία. 

«Άλλοι Έλληνες ντυμένοι φράγκικα τελειώνουν ένα μπουκάλι μπίρα, καπνίζουν πούρο ή τσιγάρο και κουβεντιάζουν γαλλικά»2

Στον αντίποδα των λαϊκών καφενείων του Δημοπρατηρίου βρίσκονταν τα ευρωπαϊκής ατμόσφαιρας καφενεία της Οδού Αιόλου, με γνωστότερο το καφενείο «Ωραία Ελλάς». Από το 1839 που πρωτοάνοιξε, με ιδιόκτητη τον Ιταλό Santo, μέχρι το 1879 που έκλεισε οριστικά, η «Ωραία Ελλάς» εγκαινίασε μια νέα εποχή για τα καφενεία της πρωτεύουσας, την οποία περιγράφει ο Hans – Christian Andersen το 1841, στο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα»: 
«H Αθήνα έχει ένα καινούριο ιταλικό καφενείο, τόσο μεγάλο και κομψό, που θα έκανε εντύπωση ακόμα και στο Αμβούργο και το Bερολίνο. Εδώ είδα νεαρούς Έλληνες με εθνικές στολές, σφιγμένους όμως τόσο πολύ, που σίγουρα θα είχαν μελανιάσει τα πλευρά τους. Έπαιζαν μπιλιάρδο καπνίζοντας, φορώντας γάντια και κρατώντας lorgnet. Αυτοί ήταν πραγματικά οι Έλληνες δανδήδες...».
Στέκι περιηγητών και «φραγκοντυμένων» Ελλήνων που έπαιζαν για πρώτη φορά μπιλιάρδο στην νέα πρωτεύουσα, η «Ωραία Ελλάς» συγκέντρωνε για χρόνια τους αντιφρονούντες του οθωνικού καθεστώτος, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή ολόκληρης της Ελλάδας. Επαναστατικά κινήματα ζυμώνονται στα τραπέζια του, αντιμοναρχικές εφημερίδες ξεκινούν από τους πάγκους του , ενώ τη δεκαετία του 1870 η «Ωραία Ελλάς» εκτελεί και χρέη άτυπου Χρηματιστηρίου, κατά τη διάρκεια της κρίσης των «Λαυρεωτικών».
Ένα καφενείο παρόμοιας ατμόσφαιρας διεύθυνε και η «σωματώδης Γαλλίς», κόρη του φιλέλληνα Ρομπέρ, απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, ονομάζοντάς το «Καφενείο της Ευρώπης», και εισάγοντας σε αυτό καινοτομίες, όπως μαόνινα τραπέζια και σφαιριστήριο. 

Από την Αγία Ειρήνη ως τη Χρυσοσπηλιώτισσα

«Η αντικατάστασις των χρόνων της δουλείας και του πολέμου με τους χρόνους της ελευθερίας και της ειρήνης»3 

Όντας για πολλά χρόνια κατά τον 19ο αιώνα ο κεντρικότερος ίσως δρόμος της Αθήνας, η οδός Αιόλου μπορεί να καυχιέται για πολλές πρωτιές στην αθηναϊκή ιστορία. Τη δεκαετία του 1830, απέναντι από την εκκλησία της Χρυσοσπηλιώτισσας, ανοίγει η «Πετρούπολη», το πρώτο εστιατόριο της πρωτεύουσας. Παρά τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές του, οι πελάτες του συνεχίζουν να σκουπίζουν τα χέρια τους στη φουστανέλα του σερβιτόρου.
Λίγο παρακάτω, στη γωνία των οδών Αιόλου και Βύσσης, ιδρύθηκε το 1841 το «Γλυκισματοποιείον» του Σπυρίδωνος Παυλίδη, εισάγοντας για πρώτη φορά στην Αθήνα την σοκολάτα. Στεγάστηκε στο κτήριο της οδού Αιόλου, μέχρι την δεκαετία του 1870, όταν και μετακόμισε στο νεοκλασικό εργοστάσιο της Οδού Πειραιώς, αφού πρώτα ο Σπύρος Παυλίδης άφησε τη σφραγίδα του στην οδό Αιόλου, πρωτοστατώντας στον έρανο για την ανέγερση της Χρυσοσπηλιώτισσας.
Η περιοχή της Χρυσοσπηλιώτισσας έχει ιδιαίτερη σχέση με τη ζαχαροπλαστική, καθώς δίπλα της λειτούργησε, το 1835 το πρώτο ζαχαροπλαστείο της Αθήνας, το επονομαζόμενο «του Λεριού». Οι καινοτομίες του, όπως τα χρυσόχαρτα που τύλιγαν τα γλυκίσματα, εντυπωσίασαν τους Αθηναίους της εποχής του Όθωνα, αλλά κάποτε είχαν και αντίθετα αποτελέσματα, όπως όταν οι χρωστικές των παγωτών του προκάλεσαν «γαστραλγία» στην βασιλική αυλή. Τα ζαχαροπλαστεία συντέλεσαν και στον «εκδημοκρατισμό» των καφενείων, αφού ήταν τα πρώτα μέρη στην Αθήνα στα οποία μπορούσαν να συχνάζουν και γυναίκες, καθώς η παρουσία τους στα παραδοσιακά καφενεία ήταν «σιωπηρώς απαγορευμένη» κατά τον Ηλία Πετρόπουλο.
Κατά των 19ο αιώνα, ρόλο καφενείων διαδραμάτισαν πολλές φορές και τα φαρμακεία, απευθυνόμενα κυρίως στην αστική τάξη. Το πρώτο φαρμακείο της Αθήνας άνοιξε το 1836 στην Αιόλου ο Σταμάτιος Κρίνος, καθηγητής της Ιατρικής και φαρμακοποιός. Το φαρμακείο του Κρίνου έκλεισε, αλλά το διαδέχτηκε το 1923 το ομώνυμο λουκουματζίδικο, το οποίο λειτουργεί ακόμα στο ίδιο σημείο.

Από τα Χαυτεία ως την Ομόνοια

«άτινα ήρχιζον σχηματιζόμενα εις κέντρον λίαν μάλιστα θορυβώδες» 4

Φωτογραφία : Θεοδοσία Δάκογλου

Πολλές φορές, τα καφενεία έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ζωή της πρωτεύουσας, φτάνοντας στο σημείο να βαφτίσουν ολόκληρες γειτονιές. Όταν ο παλαίμαχος αγωνιστής του 1821, Ιωάννης Χαύτας, άνοιγε το καφενείο του στην διασταύρωση των οδών Αιόλου και Σταδίου, στα μέσα του 19ου αιώνα, δε φανταζόταν ότι θα μεταμόρφωνε την πευκόφυτη ερημιά Τζηρίτη στα πολυσύχναστα «Χαυτεία».
Η αστική πραγματικότητα μεταβάλλεται γρήγορα, και έτσι το 1880 το άλλοτε σχεδόν εξοχικό καφενείο του Χαύτα αναγκάστηκε να κλείσει λόγω ανταγωνισμού, δίνοντας τη σκυτάλη σε άλλα ονομαστά καφενεία, όπως το «Καφενείο των Ευφρονούντων» (μέρα – νύχτα συζητούντων, κατά το Γεώργιο Σουρή). Τα Χαυτεία στο γύρισμα του αιώνα μετατρέπονται στον πλέον πολυσύχναστο κόμβο της Αθήνας, φιλοξενώντας πολλές «πρωτιές», όπως τον πρώτο τροχονόμο, τα πρώτα κάγκελα στα πεζοδρόμιά τους αλλά και το πρώτο περίπτερο. 

«Αυτά τα καφενεία είχαν αυτό το χαρακτήρα: δεν είχαν χαρακτήρα» 5

Όταν οι αδελφοί Λουμίδη αποφάσισαν, το 1938, να επεκτείνουν την επιχείρησή τους από τον Πειραιά στην οδό Σταδίου, έβαλαν το λίθο για τη δημιουργία ενός από τα πιο γνωστά φιλολογικά καφενεία της Αθήνας, ανοίγοντας ένα υποτυπώδες καφενείο στο πατάρι του καφεκοπτείου τους.
Το «πατάρι του Λουμίδη», της θέσης του αλλά και της γειτονίας του με το τότε Βιβλιοπωλείον της Εστίας, γρήγορα έγινε τόπος συνάντησης δημοσιογράφων, καλλιτεχνών, συγγραφέων και κυρίως ποιητών, όπως του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Μίλτου Σαχτούρη, του Νίκου Γκάτσου και του Οδυσσέα Ελύτη. Πολλές κορυφαίες καλλιτεχνικές συνεργασίες ζυμώθηκαν στα λιτά τραπέζια του, όπως η παράσταση του «Ματωμένου Γάμου» από το Θέατρο Τέχνης, η συνεργασία του Νίκου Γκάτσου με το Μάνο Χατζιδάκι, ή η μελοποίηση του «Άξιον Εστί» από τον Μίκη Θεοδωράκη.Ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει το «Πατάρι του Λουμίδη» στα «Ανοιχτά Χαρτιά» του: 
«Πριν περάσει χρόνος, το πατάρι του Λουμίδη άρχισε να βουίζει από ένα παρδαλό μελίσσι, ποιητές χλωμούς και κοπέλες ξέμαλλες που απελπίζανε τα γκαρσόνια και εκτοπίζανε σιγά σιγά τους μαυραγορίτες κατά το κλιμακοστάσιο. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, εκείνοι που έχουν σήμερα ένα όνομα, κι οι άλλοι, που οι βιοτικές συνθήκες παρασύρανε μακριά, έκαναν τη θητεία τους σε αυτή την ανεπίσημη σχολή, εκεί γύρω στις μεσημεριάτικες ώρες, ανάμεσα έντεκα και τρεις.»
Από την δεκαετία του 60, το «Πατάρι του Λουμίδη» μπαίνει σε φθίνουσα τροχιά, οι θαμώνες του σκορπούν, ενώ και το ίδιο το κτίριο του κατεδαφίζεται κατά τη δεκαετία του 1970.

«Κάτω απ’ τα τόξα του υπογείου με τις τεφρές σκιές των»6 

Τα «δίδυμα» ξενοδοχεία Μπάγκειον και Μέγας Αλέξανδρος, χτισμένα στα τέλη του 19ου αιώνα σε σχέδια του Ernst Ziller και με χρήματα του Ιωάννη Μπάγκα, δεν εγκαινίασαν απλά μια νέα εποχή στην αθηναϊκή εστίαση, αλλά αποτέλεσαν και τη στέγη για ένα από τα παλαιότερα φιλολογικά καφενεία.
Ο ιδιοκτήτης του καφενείου – λουκουματζίδικου που λειτουργούσε στο υπόγειο του Μπαγκείου, κατάφερε με χίλιους κόπους και τεχνάσματα να το μετατρέψει σε στέκι λογοτεχνών. Οι προσπάθειες του ευοδώθηκαν, αφού στο καφενείο του Μπαγκείου σύχναζαν ο Ναπολέοντας Λαπαθιώτης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Κλέων Παράσχος, η Μυρτιώτισσα και πολλοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί. Φανατικοί καβαφικοί οι περισσότεροι, οι θαμώνες του Μπαγκείου συντέλεσαν στην ευρύτερη αναγνώριση του Κωνσταντίνου Καβάφη στο φιλολογικό στερέωμα.
Την (συχνά θολή, λένε οι χρονικογράφοι της εποχής) ατμόσφαιρα του καφενείου μεταφέρει το ποίημα του Ορέστη Λάσκου, «Το Μπάγκειον», το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

«το να λείψει κανείς τότε από την Πλατείαν της Ομονοίας ήτο σαν να έδιδεν την παραίτησην του από ανθρώπου του κόσμου»7 

Το νεοκλασικό μέγαρο του 1870, στη γωνία της Πλατείας Ομονοίας με την Γ Σεπτεμβρίου, είναι πλήρως αντιπροσωπευτικό μιας ολόκληρης εποχής για την Ομόνοια. Το καφενείο του Χαραμή, που στεγαζόταν στο ισόγειό του από το 1878, έδωσε τη θέση του το 1892 στο «Μέγα Καφεζαχαροπλαστείον» του δαιμόνιου ζεύγους καφεπωλώνΖαχαράτου και Καπερώνη. Το καφενείο τους αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα της Ομόνοιας τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, κατά την οποία το πιο πολυσύχναστο κομμάτι της πλατείας ήταν ακριβώς η οδός Γ’ Σεπτεμβρίου, λόγω της αφετηρίας του «Θηρίου», του τρένου δηλαδή για την Κηφισιά. 

«Η Ομόνοια παλιότερα είχε περισσότερη μυστική ζωή, σε αυτό συντελούσαν τα πολλά και ωραία καφενεία»8 

Στενά συνδεδεμένο με τη μυθολογία της Ομόνοιας, το καφενείο "Νέον" ιδρύθηκε το 1920 από τον Περικλή Γκόσιο και τον Γιάννη Δούκα, με το μεγαλοϊδεατικό όνομα «Νέον Βυζάντιον», που περικόπηκε σε «Νέον», μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.
Παρά το πομπώδες όνομα του, τόσο του ίδιου όσο και του ξενοδοχείου «Karlton», που το φιλοξενούσε, και τον πλούσιο, μέσα και έξω, κλασικιστικό του διάκοσμο, το «Νέον» είχε πελατεία κυρίως λαϊκή. Η δεκαετία του 1920 αποτελεί ουσιαστικά μεταίχμιο για την Ομόνοια, καθώς το βάρος της κοινωνικής ζωής μετακινείται σταδιακά προς την πλατεία Συντάγματος, ενώ ο χαρακτήρας της Ομόνοιας αρχίζει να γίνεται πιο λαϊκός. Το «Νέον» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλλαγής που συντελείται στο μεσοπόλεμο. Ο μικροαστικός χαρακτήρας του καφενείου γίνεται πιο ξεκάθαρος κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν στο Νέον στεγάζεται η πιάτσα των οικοδόμων και των χτιστών, που κατακλύζουν το εσωτερικό του αλλά και τα γύρω πεζοδρόμια τις πρωινές ώρες, διαθέτοντας μάλιστα και ειδικό δωματιάκι για τον εξοπλισμό τους στο εσωτερικό του.
Το Νέον είχε την τύχη να αποτυπωθεί ζωγραφικά, μέρα και νύχτα, και σε δύο ελαιογραφίες του Γιάννη Τσαρούχη, για τον οποίο αποτελούσαν αγαπημένο θέμα τόσο τα νεοκλασικά κτίρια, όσο και τα καφενεία. Αλλά και ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου, δεν παραλείπει το Νέον στο βιβλίο του «Ομόνοια, 1980»
«Στην Ομόνοια, η σοβαρότερη και πιο παραδοσιακή ίσως ως προς την ιστορία της πλατείας γωνία είναι αυτή όπου βρίσκεται το Καφενείο Νέον. […] Το πλήθος και ο ορυμαγδός από το τάβλι, τις συζητήσεις και τις παραγγελίες που υπήρχε μέσα είναι για σήμερα κάτι αδιανόητο. Οι καλομαθημένοι σε καφενεία νεαροί επαρχιώτες, οι από τις νοικοκυρεμένες μεσαίες πόλεις καταγόμενοι, δεν ήθελαν να μπούνε στην κοιλιά του κήτους, αλλά κάθονταν στις έξω καρέκλες ή περίμεναν εκεί γύρω όρθιοι.»

«Ίωνος μέσα, στο στενό»9 

Η οδός Σατωβριάνδου, στην καρδιά της Ομόνοιας, είναι ένας δρόμος που φιλοξενεί καφενεία με ιδιαίτερη παράδοση, καφενεία στέκια καλλιτεχνών, με ξεχωριστό χαρακτήρα.
Η αρχή γίνεται το 1946, με το «Μπαράκι του Μάριου», στη γωνία των οδών Σατωβριάνδου και Ίωνος (σημερινή Μαρίκας Κοτοπούλη), το οποίο συγκεντρώνει τους ρεμπέτες της εποχής, όπως τον «βραχνό» Μάρκο Βαμβακάρη, τον «βλάχο» Βασίλη Τσιτσάνη, τον «ψηλό» Γιάννη Παπαϊωάννου και όλες τις μεγάλες προσωπικότητες του ρεμπέτικου, αλλά και του μετέπειτα λαϊκού τραγουδιού, ως το 1962 που κλείνει οριστικά.
Η ατμόσφαιρα που είχε το «Μπαρ του Μάριου» επιβιώνει μέχρι σήμερα σε ένα αντίστοιχο καφενείο, το «Καφενείο των Μουσικών», στο νούμερο 29 της οδού Σατωβριάνδου. Βρισκόμενο στην ίδια θέση από την δεκαετία του 1960, το «Καφενείο των Μουσικών» αποτελεί διαχρονικό στέκι συνάντησης των λαϊκών και δημοτικών οργανοπαικτών, συνθετών, τραγουδιστών και μουσικών, ενώ αποτέλεσε και εφαλτήριο για την πορεία πολλών δημοφιλών μουσικών, όπως του Στέλιου Καζαντζίδη και του Χρήστου Νικολόπουλου (περισσότερα για το Καφενείων των Μουσικών εδώ). Εξαφανισμένο σήμερα, το καφενείο «Στέμμα» συμπληρώνει τα καλλιτεχνικά καφενεία της Σατωβριάνδου, καθώς αποτελούσε παλιότερα στέκι των ηθοποιών, και ειδικότερα των μπουλουξήδων που περιόδευαν στην επαρχία. 
Φωτογραφία : Όλγα Αλεξοπούλου

«Επαρχιώτης στην Ομόνοια, μες στο ψιλόβροχο, αρχές του Μάη»10 

Στην περιοχή της Ομόνοιας και του Γερανίου άνθισε ένα είδος καφενείων που αντικατοπτρίζει πλήρως την αλλαγή στη σύνθεση του κοινωνικού ιστού που επήλθε στην Αθήνα τα μεταπολεμικά χρόνια: τακαφενεία των εσωτερικών μεταναστών.
Με ονόματα όπως «Ήπειρος», «Κρήτη» ή «Ρούμελη», τα καφενεία αυτά λειτουργούσαν σα φάρος για τους μεταπολεμικούς εσωτερικούς μετανάστες, εξυπηρετώντας όχι μόνο νοσταλγικούς σκοπούς, αλλά και καθημερινές πρακτικές ανάγκες, όπως την επικοινωνία με το χωριό, την αναζήτηση εργασίας, γνωριμίες με συντοπίτες και προξενιά.
Η Ομόνοια και το γειτονικό Γεράνι αποτελούν την διαχρονική πύλη εισόδου στην Αθήνα για κάθε νεοφερμένο, λόγω αφενός της κεντρικότητας τους και αφετέρου της γειτνίασης τους με τους σταθμούς των τρένων και των λεωφορείων. Είναι λοιπόν λογικό να κατέχουν την μερίδα του λέοντος στα καφενεία των εσωτερικών μεταναστών, όπως εξάλλου σήμερα φιλοξενούν τα αντίστοιχα στέκια των μεταναστών από το εξωτερικό.